- ἰσόκωλα
- ἰσόκωλοςof equal membersneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόκωλος — η, ο (Α ἰσόκωλος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν) σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς… … Dictionary of Greek
ισόκωλος — η, ο 1. που αποτελείται από ίσα κώλα (δηλ. μέλη περιόδου). 2. το ουδ. ως ουσ., ισόκωλο σχήμα λόγου, όπου τα κώλα αποτελούνται από ίσο αριθμό συλλαβών: Με γενικές απόλυτες και με ισόκωλα, αντίς να πάμε εμπρός πάμε πισόκωλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)